- παρασύρω
- βλ. παρασέρνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρασυρῶ — παρασύρω sweep away aor subj pass 1st sg (attic epic doric) παρασῠρῶ , παρασύρω sweep away fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασύρω — παρασύρω, παρέσυρα (σπάν. παράσυρα) βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρασύρω — παρασύ̱ρω , παρασύρω sweep away aor subj act 1st sg παρασύ̱ρω , παρασύρω sweep away pres subj act 1st sg παρασύ̱ρω , παρασύρω sweep away pres ind act 1st sg παρασύ̱ρω , παρασύρω sweep away aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… … Dictionary of Greek
παρασύρητε — παρασύρω sweep away aor imperat pass 2nd pl παρασύ̱ρητε , παρασύρω sweep away aor subj act 2nd pl παρασύ̱ρητε , παρασύρω sweep away pres subj act 2nd pl παρασύρω sweep away aor ind pass 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασυρεῖ — παρασύρω sweep away aor subj pass 3rd sg (epic) παρασῠρεῖ , παρασύρω sweep away fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) παρασῠρεῖ , παρασύρω sweep away fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέσυρεν — παρασύρω sweep away aor ind pass 3rd pl (epic) παρέσῡρεν , παρασύρω sweep away aor ind act 3rd sg παρέσῡρεν , παρασύρω sweep away imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασυρησομένων — παρασύρω sweep away fut part pass fem gen pl παρασύρω sweep away fut part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασυρησόμενον — παρασύρω sweep away fut part pass masc acc sg παρασύρω sweep away fut part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασυρῆτε — παρασύρω sweep away aor subj pass 2nd pl παρασῠρῆτε , παρασύρω sweep away fut ind act 2nd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)